-
1 концентрат
1. (продукт обогащения руд) το εμπλουτισμένο ορυκτό/μετάλλευμαсуммарный - συνολικό -, τελικό -2. (пищевой продукт) η συμπυκνωμένη τροφή, η αφυδατωμένη τροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концентрат
-
2 рассев
1. (машина) το συγκρότημα σεί-στρωνο διαχωριστής2. (с.-χ.) η ταξινόμηση κατά μέγεθοςτο κοσκίνισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассев